φαρυγγισμός

φαρυγγισμός
φαρυγγισμός, ο και φαρυγγόσπασμος, ο
(ιατρ.), σπασμός των μυών του φάρυγγα (σύμπτωμα πολλών νοσηρών περιπτώσεων: όγκων, υστεριών κτό).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρυγγισμός — ο, Ν ιατρ. παλαιότερη ονομασία τού φαρυγγόσπασμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharyngismus < φάρυγξ, υγγος + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • φαρυγγόσπασμος — ο (ιατρ.), βλ. φαρυγγισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”